Η αξιολόγηση ενος κρασιού εκτος απο τα υποκειμενικά κριτήρια του καθενός μας, βασίζεται στην ευχαρίστηση που μας προκαλεί το κρασί που δοκιμάζουμε. Και αυτή η ευχαρίστηση ειναι το αποτέλεσμα από το χρώμα, το άρωμα και τη γεύση του.
Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε αυτά τα τρία χαρακτηριστικά του.
Αρχικά το χρώμα του κρασιού.
Γέρνοντας το ποτήρι μας μπροστά από ένα λευκό φόντο παρατηρούμε την ένταση και τις αποχρώσεις του κρασιού, που μας δίνουν μια πρώτη ένδειξη για τη γεύση του και συχνά μαρτυρούν την ηλικία του.
Ετσι, τα "νεαρά" λευκά κρασιά έχουν φωτεινό λαμπερό λευκοκίτρινο χρώμα. Οσο όμως περνά ο χρόνος μεταβάλλεται σε εντονότερο κίτρινο ή χρυσαφί, για να φτάσει στην καστανή απόχρωση, σημάδι γήρανσης.
Από την άλλη, σ' ένα ερυθρό κρασί το έντονο πορφυρό χρώμα φανερώνει νεότητα. Εάν όμως στα χείλη του ποτηριού παρατηρήσουμε πορτοκαλιές και καστανές ανταύγειες συμπεραίνουμε τη γήρανση.
Tο άρωμα
Είναι το δεύτερο χαρακτηριστικό που εξετάζουμε σ' ένα κρασί. Ο καλλίτερος τρόπος για να το αντιληφθούμε είναι περιστρέφοντας προσεκτικά το ποτήρι και στη συνέχεια εισπνέοντας τον αέρα που βρίσκεται στον επάνω χώρο του.
Προσπαθούμε να προσδιορίσουμε: Την ένταση του αρώματος. Είναι έντονο, μέτριο ή ασθενές; Την ποιότητά του. Είναι φίνο ή κοινό; Tο χαρακτήρα του. Μας φέρνει στο μυαλό λουλούδια, φρούτα, ξηρούς καρπούς, ή μήπως μπαχαρικά, κακάο, καπνό;
Tο άρωμα άλλωστε του κρασιού χαρακτηρίζεται από μια πολυπλοκότητα, που οφείλεται στην παρουσία μεγάλου αριθμού αρωματικών συστατικών.
Tο τελευταίο χαρακτηριστικό είναι η γεύση.
Βάζουμε μια μικρή ποσότητα κρασιού στο στόμα μας, την περιστρέφουμε γύρω από τη γλώσσα μας και τελικά την καταπίνουμε.
Σ' όλη τη διάρκεια παρατηρούμε το πώς διαφοροποιείται η αρχική εντύπωση καθώς κυλάει το κρασί μέσα στο στόμα μας και προσπαθούμε να περιγράψουμε την "αίσθηση" που μας προκαλεί.
Είναι ζεστό, λεπτό; Εχει ευχάριστη γεύση; Εχει μαλακό "τέλος" στον ουρανίσκο ή είναι νευρικό και τραχύ;
Οι τύποι των κρασιών σχετίζονται με το χρώμα, τη γλυκύτητα και την περιεκτικότητά τους σε διοξείδιο του άνθρακα.
Ανάλογα με το χρώμα τους, τα κρασιά διακρίνονται σε λευκά, ροζέ, και ερυθρά.
Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που εξαρτάται αφ' ενός από το είδος του σταφυλιού που χρησιμοποιήθηκε για την Παρασκευή του κρασιού, αφ' ετέρου από το είδος της οινοποίησης.
Ανάλογα με τη γλυκύτητά τους, την περιεκτικότητά τους δηλαδή σε σάκχαρα, διακρίνονται σε ξηρά, ημίξηρα, ημίγλυκα και γλυκά. Η γλυκύτητά τους οφείλεται στα σάκχαρα που παραμένουν αζύμωτα εάν διακοπεί η αλκοολική ζύμωση.
Ανάλογα με την περιεκτικότητά τους σε διαλυμένο διοξείδιο του άνθρακα, διακρίνονται σε ήσυχα, ημιαφρώδη και αφρώδη.
Η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας κατατάσσει τα κρασιά σε δύο μεγάλες κατηγορίες:
Τα V.Q.P.R.D. (Οίνοι Ποιότητας Παραγόμενοι σε Καθορισμένη Περιοχή) και τα Επιτραπέζια .
Πως σερβίρεται:
Το σωστό ποτήρι ειναι το διάφανο κολονάτο για να μπορούμε να πιάνουμε το ποτήρι χωρίς να μεταβάλουμε την θερμοκρασία του κρασιού απο την θερμοκρασία του χεριού μας, αλλα και για να βλέπουμε το χρώμα του.
Πρώτα σερβίρονται τα λευκά απο τα ερυθρά, τα φρέσκα απο τα παλαιωμένα, και τα ξηρά απο τα γλυκα και ημίγλυκα.
Η σωστή θερμοκρασία σερβιρίσματος για τα λευκά και τα ροζέ είναι 8-10 C, για τα ερυθρά στους 20 C, και για τα αφρώδη κρασια 6-8 C.